- τειρόμενοι
- τείρωoppresspres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλωφώ — μεταλωφῶ, έω (Α) σταματώ, διακόπτω, κάνω παύση, διακοπή («τειρόμενοι καὶ δὴ μεταλώφεον», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + λωφῶ «αναπαύομαι»] … Dictionary of Greek